κῆρυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κηρῡκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | κῆρυξ | οἱ | κήρυκες | |
| γενική | τοῦ | κήρυκος | τῶν | κηρύκων | |
| δοτική | τῷ | κήρυκῐ | τοῖς | κήρυξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | κήρυκᾰ | τοὺς | κήρυκᾰς | |
| κλητική ὦ! | κῆρυξ | κήρυκες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κήρυκε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κηρύκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κῆρυξ αρσενικό (δωρικός τύπος : κᾶρυξ, απαντά και θηλυκό κηρύκαινα)
- δημόσιος αγγελιοφόρος
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 8.2
- αὐτὸς κῆρυξ ἦλθον ἀφ᾽ ἱμερτῆς Σαλαμῖνος,
- Ήρθα με δική μου πρωτοβουλία ως κήρυκας από την αγαπημένη Σαλαμίνα,
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- αὐτὸς κῆρυξ ἦλθον ἀφ᾽ ἱμερτῆς Σαλαμῖνος,
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 8.2
- διαλαλητής, κράχτης
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
κηρυκ-
κηρυκ-
- ἀκηρυκτεί
- ἀκήρυκτος
- ἀνακήρυκτος
- ἀνακήρυξις
- ἀνεπικηρύκευτος
- ἀντικῆρυξ
- ἀποκήρυκτος
- ἀοιδοκῆρυξ
- ἀποκήρυξις
- αὐτοκῆρυξ
- διακηρυκεύομαι
- διακήρυξις
- δρομοκῆρυξ
- ἐκκηρυγμός
- ἐκκήρυκτος
- ἐπικήρυγμα
- ἐπικηρυκεία
- ἐπικηρύκευμα
- ἐπικηρυκεύομαι
- ἐπικήρυκτος
- ἐπικήρυξις
- θεοκῆρυξ
- ἱεροκηρυκεύω
- ἱεροκηρυκέω
- ἱεροκῆρυξ
- κεκηρυγμένως
- κήρυγμα
- κηρυγμός
- κηρύκαινα
- κηρυκεία
- κηρύκειον
- κηρύκειος
- κηρύκευμα
- κηρύκευσις
- κηρυκεύω
- κηρυκηΐη
- κηρυκίδαι
- κηρυκικός
- κηρύκινος
- κηρυκιοειδής
- κηρυκιοφόρος
- κηρύκιον
- κηρυκτικός
- κηρυκτός
- κηρυκώδης
- κηρύσσω, κηρύττω & συγγενικά
- κήρυξις
- προανακήρυξις
- προκήρυγμα
- προκηρυκεύομαι
- προσκηρυκεύομαι
- προκήρυξις
- στρατοκῆρυξ
- ὑποκήρυγμα
- ψευδοκῆρυξ
Πηγές
- κῆρυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κῆρυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.