ψευδοκῆρυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ψευδοκηρῡκκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ψευδοκῆρυξ | οἱ | ψευδοκήρυκες | |
| γενική | τοῦ | ψευδοκήρυκος | τῶν | ψευδοκηρύκων | |
| δοτική | τῷ | ψευδοκήρυκῐ | τοῖς | ψευδοκήρυξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | ψευδοκήρυκᾰ | τοὺς | ψευδοκήρυκᾰς | |
| κλητική ὦ! | ψευδοκῆρυξ | ψευδοκήρυκες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψευδοκήρυκε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψευδοκηρύκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
ψευδοκῆρυξ αρσενικό
- ψευδόμενος κήρυκας (αγγελιοφόρος) ή ψεύτικος κήρυκας
- ※ Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 1307
- ἀλλ᾽ οὖν τοσοῦτόν γ᾽ ἴσθι, τοὺς πρώτους στρατοῦ, τοὺς τῶν Ἀχαιῶν ψευδοκήρυκας, κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις θρασεῖς
- αλλά να είσαι σίγουρος για ένα πράγμα, οι επικεφαλής του στρατού είναι κακοί στο σπαθί, ενώ οι ψευδόμενοι αγγελιοφόροι των Αχαιών είναι θρασείς στα λόγια -
Πηγές
- ψευδοκῆρυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψευδοκῆρυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.