κράχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κράχτης | οι | κράχτες |
| γενική | του | κράχτη | των | κραχτών |
| αιτιατική | τον | κράχτη | τους | κράχτες |
| κλητική | κράχτη | κράχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κράχτης < κράκτης < αρχαία ελληνική κράκτης
Ουσιαστικό
κράχτης αρσενικό
- ο χαρακτηρισμός του πουλιού, συνήθως ωδικού, που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει άλλα πουλιά σε παγίδα
- ο χαρακτηρισμός του ατόμου ή του αντικειμένου που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει άλλους, συνήθως προς εξαπάτησή τους
- (επάγγελμα) ο εργαζόμενος που προσπαθεί να προσελκύσει πελάτες σε κατάστημα, συνήθως περαστικούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.