κώλο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώλο
ομόηχα: κόλο, κόλλο
τονικό παρώνυμο: κολλώ

Ετυμολογία 1

κώλο < κώλ(ον) + -ο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῶλον [1]

Ουσιαστικό

κώλο ουδέτερο (αρχαιοπρεπές)

  1. (γραμματική) τμήμα περιόδου με αυτοτελές νόημα· βρίσκεται ανάμεσα σε τελείες (άνω τελείες ή/και τελείες)
  2. (μετρική) τμήμα του στίχου που αποτελείται από δύο ή περισσότερους πόδες
  3. (ανατομία) τμήμα του σώματος ανθρώπου ή ζώου· κυρίως τα άκρα
    τα άνω κώλα
    έκφραση: τινάζω τα κώλα, αφήνω τα κώλα (πεθαίνω)
  4. (ναυτικός όρος) μονόπλοκο σκοινί που μαζί άλλα συστρέφονται φτιάχνοντας ένα παχύτερο, πιο γερό

Συγγενικά

  • διαφορετική ετυμολογία για το κώλος

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κώλο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κώλο αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.