κῶλον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κῶλον τὰ κῶλ
      γενική τοῦ κώλου τῶν κώλων
      δοτική τῷ κώλ τοῖς κώλοις
    αιτιατική τὸ κῶλον τὰ κῶλ
     κλητική ! κῶλον κῶλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κώλω
γεν-δοτ τοῖν  κώλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κῶλον < θέμα κωλ- αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν, συνδέεται με το σκέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel-[1] ή έχει προελληνική αρχή.[2]
Δε σχετίζεται με το κόλον, αλλά ήδη στην ελληνιστική περίοδο υπάρχει σύγχυση μεταξύ των δύο όρων. [1]

Ουσιαστικό

κῶλον, -ου [{ο}}

  1. (αρχική σημασία)
    1. ανατομία) μέρος του ανθρώπινου σώματος, όπως το πόδι
    2. βλαστός, μέρος φυτού
  2. (γενικά) μέρος κάποιου πράγματος
  3. (γραμματική, ρητορική) κώλον, περίοδος με αυτοτελές νόημα
  4. λανθασμένη γραφή του κόλον (και σε λέξεις όπως κωλικός)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.