κύρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κύρης | οι | κύρηδες |
| γενική | του | κύρη | των | κύρηδων |
| αιτιατική | τον | κύρη | τους | κύρηδες |
| κλητική | κύρη | κύρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κύρης < αρχαία ελληνική κύριος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐ρης
Ουσιαστικό
κύρης αρσενικό, στο θηλυκό κυρά
- (λαϊκότροπο) ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας ή ο σύζυγος· ο αφέντης
- ※ Παράγγειλα του κύρη σου που ρίχνει παραγάδι | να 'ρθεί να κουβεντιάσουμε την Κυριακή το βράδυ. | Παράγγειλα της μάνας σου που μοιάζει με βαρέλι | να σε ποτίζει αφρόγαλο να σε ταΐζει μέλι
- τραγούδι «Κυκλαδίτικο» (1971), σε στίχους του Νίκου Γκάτσου (μουσική: Μάνος Χατζηδάκις· πρώτη ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς)
- ※ Παράγγειλα του κύρη σου που ρίχνει παραγάδι | να 'ρθεί να κουβεντιάσουμε την Κυριακή το βράδυ. | Παράγγειλα της μάνας σου που μοιάζει με βαρέλι | να σε ποτίζει αφρόγαλο να σε ταΐζει μέλι
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κύρης
|
|
Αναφορές
- κύρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κύρης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.