παραγάδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραγάδι | τα | παραγάδια |
| γενική | του | παραγαδιού | των | παραγαδιών |
| αιτιατική | το | παραγάδι | τα | παραγάδια |
| κλητική | παραγάδι | παραγάδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραγάδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
παραγάδι ουδέτερο
-
παραγάδι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.