cost
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
cost
costs
cost
(en)
ο
κόστος
, το
τίμημα
, το
αντίτιμο
, η
δαπάνη
, το χρηματικό ποσό που χρειάζομαι για να αγοράσω ένα αγαθό ή μια υπηρεσία
↪
the shipping
costs
- τα
μεταφορικά
≈
συνώνυμα
:
fee
και
price
Ρήμα
ενεστώτας
cost
γ΄
ενικό
ενεστώτα
costs
αόριστος
cost
,
costed
παθητική μετοχή
cost
,
costed
ενεργητική
μετοχή
costing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
cost
(en)
στοιχίζω
,
κοστίζω
Πηγές
cost (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
cost (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.