κολαστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολαστήριο τα κολαστήρια
      γενική του κολαστηρίου
& κολαστήριου
των κολαστηρίων
    αιτιατική το κολαστήριο τα κολαστήρια
     κλητική κολαστήριο κολαστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολαστήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κολαστήριο ουδέτερο

  • τόπος βασανισμού ή τιμωρίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.