κολάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κολάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κολάζω
  2. θα κολάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κολάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κολάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κόλαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.