κυσός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κυσός | οἱ | κυσοί |
| γενική | τοῦ | κυσοῦ | τῶν | κυσῶν |
| δοτική | τῷ | κυσῷ | τοῖς | κυσοῖς |
| αιτιατική | τὸν | κυσόν | τοὺς | κυσούς |
| κλητική ὦ! | κυσέ | κυσοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυσώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυσοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κυσός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) αιδοίο
- (ελληνιστική κοινή) πισινός, οπίσθια
- → δείτε και τη λέξη πυγή
- (ελληνιστική κοινή) κύστη
Σύνθετα
- κυσοβάκχαρος
- κυσοδακνιάω / κυσοδακνιώ
- κυσοδόχη
- κυσολάκων
- κυσολαμπίς
- κυσολέσχης
- κυσονίπτης / κυσονίπτρια
- κυσοχήνη
Αναφορές
- Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη.
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- κυσός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.