κυσοδόχη

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κυσοδόχη < κυσός (πρωκτός) + -δόχη (< αρχαία ελληνική δέχομαι)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κυσοδόχη θηλυκό

  • είδος ξύλινων εργαλείων στα οποία δενόντουσαν οι σκλάβοι για τιμωρία [1] που αναφέρεται στον Αλκίφρωνα, 3.72, πρωκτικό βασανιστήριο
      υπετόπησεν εμέ πρόξενον είναι της κοινωνίας, και δια των οικετών αναρπάσασα παραχρήμα μεν εν κυσοδόκη δήσασα κατέσχεν, εις την υστεραίαν δε παρά τον εαυτής ήγαγε πατέρα (Αλκίφρων, 3.72, οβ΄ Οινοχάρων Ραφανοχορτάσω )

Συνώνυμα

Αναφορές

  1. Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη / .

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.