κυσοχήνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κυσοχήνη < κυσός (πρωκτός) + χαίνω (χάσκω)[1]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κυσοχήνη θηλυκό

  1. (σπάνιο) εὐρυπρωκτία[1]
  2. (σπάνιο) ξύλο στο οποίο έδεναν πόρνες για τιμωρία[1]
  εἶδος δεσμοῦ. οἱ δὲ εὐρυπρωκτίαν. οἱ δὲ ξύλον ἐν ᾧ ἁμαρτάνουσαι αἱ πόρναι ἐδεσμεύοντο (λήμμα κυσοχήνη Ησύχιος, Γλώσσαι, Κ)

Συνώνυμα

Αναφορές

  1. Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.