κυσοβάκχαρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κυσοβάκχαρος < κυσός + βάκχαρις (βάκκαρις)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

κυσοβάκχαρος ή κυσοβάκκαρις αρσενικό

Πηγές

Αναφορές

  1. Γαζής, Άνθιμος (1839). [ Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον]. Εκδόσεις Κύπειρος. ISBN 978-960-86714-1-6. .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.