κυσοβάκχαρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Επίθετο
κυσοβάκχαρος ή κυσοβάκκαρις αρσενικό
Πηγές
- κυσοβάκχαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
- Γαζής, Άνθιμος (1839). [ Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον]. Εκδόσεις Κύπειρος. ISBN 978-960-86714-1-6. .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.