κυσσός

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κυσσός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κυσσός αρσενικό

Αναφορές

  1. Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.