κυριαρχημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυριαρχημένος | η | κυριαρχημένη | το | κυριαρχημένο |
| γενική | του | κυριαρχημένου | της | κυριαρχημένης | του | κυριαρχημένου |
| αιτιατική | τον | κυριαρχημένο | την | κυριαρχημένη | το | κυριαρχημένο |
| κλητική | κυριαρχημένε | κυριαρχημένη | κυριαρχημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυριαρχημένοι | οι | κυριαρχημένες | τα | κυριαρχημένα |
| γενική | των | κυριαρχημένων | των | κυριαρχημένων | των | κυριαρχημένων |
| αιτιατική | τους | κυριαρχημένους | τις | κυριαρχημένες | τα | κυριαρχημένα |
| κλητική | κυριαρχημένοι | κυριαρχημένες | κυριαρχημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυριαρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυριαρχώ
Μετοχή
κυριαρχημένος, -η, -ο
- (για έντονα αισθήματα) που έχει κυριαρχηθεί από κάτι, που δεν μπορεί να αντισταθεί σε κάτι
- ήταν κυριαρχημένος από θυμό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.