κυκλοφορών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλοφορών η κυκλοφορούσα το κυκλοφορούν
      γενική του κυκλοφορούντος
& κυκλοφορούντα1
της κυκλοφορούσας
& κυκλοφορούσης*
του κυκλοφορούντος
    αιτιατική τον κυκλοφορούντα την κυκλοφορούσα το κυκλοφορούν
     κλητική κυκλοφορών κυκλοφορούσα κυκλοφορούν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλοφορούντες οι κυκλοφορούσες τα κυκλοφορούντα
      γενική των κυκλοφορούντων των κυκλοφορουσών των κυκλοφορούντων
    αιτιατική τους κυκλοφορούντες τις κυκλοφορούσες τα κυκλοφορούντα
     κλητική κυκλοφορούντες κυκλοφορούσες κυκλοφορούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυκλοφορών: σχηματισμός λόγιας μετοχής ενεργητικού ενεστώτα κατά τις αρχαίες όπως ποιῶν του ποιῶ, συνηρημένου τύπου του ποιέω

Μετοχή

κυκλοφορών, -ούσα, -ούν

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.