κυκλοφορούν

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

κυκλοφορούν

Εκφράσεις

Ρηματικός τύπος

κυκλοφορούν

  • τρίτο πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κυκλοφορώ
    άλλες μορφές: κυκλοφορούνε, προφορικό: κυκλοφοράνε

Σημειώσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.