κυκλοφορούν ενεργητικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυκλοφορούν ενεργητικό <  δείτε τις λέξεις κυκλοφορών, κυκλοφορούν και ενεργητικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική current asset

Πολυλεκτικός όρος

κυκλοφορούν ενεργητικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.