ποιῶν

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ποιῶν ποιοῦσ τὸ ποιοῦν
      γενική τοῦ ποιοῦντος τῆς ποιούσης τοῦ ποιοῦντος
      δοτική τῷ ποιοῦντ τῇ ποιούσ τῷ ποιοῦντ
    αιτιατική τὸν ποιοῦντ τὴν ποιοῦσᾰν τὸ ποιοῦν
     κλητική ! ποιῶν ποιοῦσ ποιοῦν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ποιοῦντες αἱ ποιοῦσαι τὰ ποιοῦντ
      γενική τῶν ποιούντων τῶν ποιουσῶν τῶν ποιούντων
      δοτική τοῖς ποιοῦσῐ(ν) ταῖς ποιούσαις τοῖς ποιοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ποιοῦντᾰς τὰς ποιούσᾱς τὰ ποιοῦντ
     κλητική ! ποιοῦντες ποιοῦσαι ποιοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποιοῦντε τὼ ποιούσ τὼ ποιοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν ποιούντοιν τοῖν ποιούσαιν τοῖν ποιούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ποιῶν, -οῦσα, -οῦν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.