κτιτορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κτιτορικός | η | κτιτορική | το | κτιτορικό |
| γενική | του | κτιτορικού | της | κτιτορικής | του | κτιτορικού |
| αιτιατική | τον | κτιτορικό | την | κτιτορική | το | κτιτορικό |
| κλητική | κτιτορικέ | κτιτορική | κτιτορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κτιτορικοί | οι | κτιτορικές | τα | κτιτορικά |
| γενική | των | κτιτορικών | των | κτιτορικών | των | κτιτορικών |
| αιτιατική | τους | κτιτορικούς | τις | κτιτορικές | τα | κτιτορικά |
| κλητική | κτιτορικοί | κτιτορικές | κτιτορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κτιτορικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κτιτορικός < κτητορικός με παρετυμολόγηση προς το κτίζω[1] < κτήτωρ + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kti.to.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτι‐το‐ρι‐κός
- ομόηχο: κτητορικός
Επίθετο
κτιτορικός (λόγιο)
- (ειδικότερα) ο σχετικός με το κτίσιμο ναού, μονής ή ιδρύματος
- η κτιτορική επιγραφή της μονής είναι πολύ παλιά, χτίστηκε τον 17ο αιώνα
- → δείτε και τη λέξη κτητορικός (ο σχετικός με τον κτήτορα, ιδρυτή)
Μεταφράσεις
κτιτορικός
|
|
Αναφορές
- κτιτορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.