κτίτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κτίτορας οι κτίτορες
      γενική του κτίτορα των κτιτόρων
    αιτιατική τον κτίτορα τους κτίτορες
     κλητική κτίτορα κτίτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτίτορας < λανθασμένη γραφή του κτήτορας από επίδραση του κτίζω

Ουσιαστικό

κτίτορας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ο κτίστης
  2. (παρωχημένο) ο ιδρυτής ναού, μονής ή (ιερού) ιδρύματος, ο κτήτορας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.