κτίτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κτίτορας | οι | κτίτορες |
| γενική | του | κτίτορα | των | κτιτόρων |
| αιτιατική | τον | κτίτορα | τους | κτίτορες |
| κλητική | κτίτορα | κτίτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κτίτορας αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.