έρρυθμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έρρυθμος | η | έρρυθμη | το | έρρυθμο |
| γενική | του | έρρυθμου | της | έρρυθμης | του | έρρυθμου |
| αιτιατική | τον | έρρυθμο | την | έρρυθμη | το | έρρυθμο |
| κλητική | έρρυθμε | έρρυθμη | έρρυθμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έρρυθμοι | οι | έρρυθμες | τα | έρρυθμα |
| γενική | των | έρρυθμων | των | έρρυθμων | των | έρρυθμων |
| αιτιατική | τους | έρρυθμους | τις | έρρυθμες | τα | έρρυθμα |
| κλητική | έρρυθμοι | έρρυθμες | έρρυθμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έρρυθμος < αρχαία ελληνική ἔνρυθμος
Μεταφράσεις
έρρυθμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.