κρόταλον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κρόταλον τὰ κρόταλ
      γενική τοῦ κροτάλου τῶν κροτάλων
      δοτική τῷ κροτάλ τοῖς κροτάλοις
    αιτιατική τὸ κρόταλον τὰ κρόταλ
     κλητική ! κρόταλον κρόταλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κροτάλω
γεν-δοτ τοῖν  κροτάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρόταλον < κρότ(ος) + -αλον [1]

Ουσιαστικό

κρόταλον ουδέτερο

  1. κρόταλο
  2. κροτάλισμα
  3. (λουλούδι) νάρκισσος

Αναφορές

  1. «κρόταλο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.