μαργώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαργώνω < μεσαιωνική ελληνική μαργώνω < αρχαία ελληνική μαργάω < μάργος
Ρήμα
μαργώνω
- (αμετάβατο) κρυώνω και δεν μπορώ να κουνήσω τα μέλη μου, μουδιάζω από το κρύο
- Εκεί που φτερουγίζει ο νους, / εκεί που ξημερώνει, / μαργώνουν τα πουλιά της γης / κι ούτε ένα δεν ζυγώνει (Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Αερικό)
- (μεταβατικό) κρυώνω κάτι/κάποιον
- Ο αέρας ή ακόμη κρύος και του μάργωνε τα δάχτυλα και κάπου κάπου οι πλάτες του ανατρίχιαζαν (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαργώνω | μάργωνα | θα μαργώνω | να μαργώνω | μαργώνοντας | |
| β' ενικ. | μαργώνεις | μάργωνες | θα μαργώνεις | να μαργώνεις | μάργωνε | |
| γ' ενικ. | μαργώνει | μάργωνε | θα μαργώνει | να μαργώνει | ||
| α' πληθ. | μαργώνουμε | μαργώναμε | θα μαργώνουμε | να μαργώνουμε | ||
| β' πληθ. | μαργώνετε | μαργώνατε | θα μαργώνετε | να μαργώνετε | μαργώνετε | |
| γ' πληθ. | μαργώνουν(ε) | μάργωναν μαργώναν(ε) |
θα μαργώνουν(ε) | να μαργώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μάργωσα | θα μαργώσω | να μαργώσω | μαργώσει | ||
| β' ενικ. | μάργωσες | θα μαργώσεις | να μαργώσεις | μάργωσε | ||
| γ' ενικ. | μάργωσε | θα μαργώσει | να μαργώσει | |||
| α' πληθ. | μαργώσαμε | θα μαργώσουμε | να μαργώσουμε | |||
| β' πληθ. | μαργώσατε | θα μαργώσετε | να μαργώσετε | μαργώστε | ||
| γ' πληθ. | μάργωσαν μαργώσαν(ε) |
θα μαργώσουν(ε) | να μαργώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μαργώσει | είχα μαργώσει | θα έχω μαργώσει | να έχω μαργώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μαργώσει | είχες μαργώσει | θα έχεις μαργώσει | να έχεις μαργώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μαργώσει | είχε μαργώσει | θα έχει μαργώσει | να έχει μαργώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαργώσει | είχαμε μαργώσει | θα έχουμε μαργώσει | να έχουμε μαργώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μαργώσει | είχατε μαργώσει | θα έχετε μαργώσει | να έχετε μαργώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαργώσει | είχαν μαργώσει | θα έχουν μαργώσει | να έχουν μαργώσει |
| |
Μεταφράσεις
μαργώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.