κρυολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
κρυολογώ, πρτ.: κρυολογούσα, στ.μέλλ.: θα κρυολογήσω, αόρ.: κρυολόγησα, μτχ.π.π.: κρυολογημένος
- αδιαθετώ, αρπάζω κρυολόγημα και δεν αισθάνομαι καλά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.