κρύωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρύωμα τα κρυώματα
      γενική του κρυώματος των κρυωμάτων
    αιτιατική το κρύωμα τα κρυώματα
     κλητική κρύωμα κρυώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρύωμα < κρυώνω

Ουσιαστικό

κρύωμα ουδέτερο

  1. αποτέλεσμα του κρυώνω
  2. το κρυολόγημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.