τουρτουρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τουρτουρίζω < μεσαιωνική ελληνική τουρτουρίζω < (ελληνιστική κοινή) ταρταρίζω < αρχαία ελληνική Τάρταρος

Ρήμα

τουρτουρίζω

  • (οικείο) τρέμω εξαιτίας του κρύου
    Μόλις τέλειωσε ἡ λειτουργιὰ κι ὁ κόσμος τουρτουρίζοντας ἀπ' τὴν παγωνιὰ ἔτρεχε νὰ χωθῇ στὰ καλύβια του.(*)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.