τουρτουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τουρτουρίζω < μεσαιωνική ελληνική τουρτουρίζω < (ελληνιστική κοινή) ταρταρίζω < αρχαία ελληνική Τάρταρος
Ρήμα
τουρτουρίζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τουρτουρίζω | τουρτούριζα | θα τουρτουρίζω | να τουρτουρίζω | τουρτουρίζοντας | |
| β' ενικ. | τουρτουρίζεις | τουρτούριζες | θα τουρτουρίζεις | να τουρτουρίζεις | τουρτούριζε | |
| γ' ενικ. | τουρτουρίζει | τουρτούριζε | θα τουρτουρίζει | να τουρτουρίζει | ||
| α' πληθ. | τουρτουρίζουμε | τουρτουρίζαμε | θα τουρτουρίζουμε | να τουρτουρίζουμε | ||
| β' πληθ. | τουρτουρίζετε | τουρτουρίζατε | θα τουρτουρίζετε | να τουρτουρίζετε | τουρτουρίζετε | |
| γ' πληθ. | τουρτουρίζουν(ε) | τουρτούριζαν τουρτουρίζαν(ε) |
θα τουρτουρίζουν(ε) | να τουρτουρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τουρτούρισα | θα τουρτουρίσω | να τουρτουρίσω | τουρτουρίσει | ||
| β' ενικ. | τουρτούρισες | θα τουρτουρίσεις | να τουρτουρίσεις | τουρτούρισε | ||
| γ' ενικ. | τουρτούρισε | θα τουρτουρίσει | να τουρτουρίσει | |||
| α' πληθ. | τουρτουρίσαμε | θα τουρτουρίσουμε | να τουρτουρίσουμε | |||
| β' πληθ. | τουρτουρίσατε | θα τουρτουρίσετε | να τουρτουρίσετε | τουρτουρίστε | ||
| γ' πληθ. | τουρτούρισαν τουρτουρίσαν(ε) |
θα τουρτουρίσουν(ε) | να τουρτουρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τουρτουρίσει | είχα τουρτουρίσει | θα έχω τουρτουρίσει | να έχω τουρτουρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τουρτουρίσει | είχες τουρτουρίσει | θα έχεις τουρτουρίσει | να έχεις τουρτουρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τουρτουρίσει | είχε τουρτουρίσει | θα έχει τουρτουρίσει | να έχει τουρτουρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τουρτουρίσει | είχαμε τουρτουρίσει | θα έχουμε τουρτουρίσει | να έχουμε τουρτουρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τουρτουρίσει | είχατε τουρτουρίσει | θα έχετε τουρτουρίσει | να έχετε τουρτουρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τουρτουρίσει | είχαν τουρτουρίσει | θα έχουν τουρτουρίσει | να έχουν τουρτουρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.