κρυψορχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρυψορχία | οι | κρυψορχίες |
| γενική | της | κρυψορχίας | των | κρυψορχιών |
| αιτιατική | την | κρυψορχία | τις | κρυψορχίες |
| κλητική | κρυψορχία | κρυψορχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρυψορχία < ελληνιστική κοινή κρύψορχις + -ία [1] (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cryptorchidie)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾi.psoɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρυ‐ψορ‐χί‐α
Ουσιαστικό
κρυψορχία θηλυκό
Συγγενικά
- κρυπτορχιδία / κρυψορχιδία
- κρυψόρχης / κρύψορχις
- → δείτε τις λέξεις όρχις και αρχίδι
-
κρυψορχία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- κρυψορχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.