κρυψορχιδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυψορχιδία οι κρυψορχιδίες
      γενική της κρυψορχιδίας των κρυψορχιδιών
    αιτιατική την κρυψορχιδία τις κρυψορχιδίες
     κλητική κρυψορχιδία κρυψορχιδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυψορχιδία < κρυψορχία (με την επίδραση της ελληνιστικής λέξης ὀρχίδιον)

Ουσιαστικό

κρυψορχιδία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.