κρυψόρχης
Νέα ελληνικά
(el)
→
λείπει η κλίση
Ετυμολογία
κρυψόρχης
<
ελληνιστική κοινή
κρυψόρχης
Ουσιαστικό
κρυψόρχης
αρσενικό
αυτός που πάσχει από
κρυψορχία
κρύψορχις
Μεταφράσεις
κρυψόρχης
αγγλικά
:
cryptorchid
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.