όσχεο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όσχεο τα όσχεα
      γενική του οσχέου
& όσχεου
των οσχέων
    αιτιατική το όσχεο τα όσχεα
     κλητική όσχεο όσχεα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όσχεο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὄσχεον < αρχαία ελληνική ὄσχη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.sçe.o/

Ουσιαστικό

όσχεο ουδέτερο

Συγγενικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.