ανάκρουσμα
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανάκρουσμα | τα | ανακρούσματα |
| γενική | του | ανακρούσματος | των | ανακρουσμάτων |
| αιτιατική | το | ανάκρουσμα | τα | ανακρούσματα |
| κλητική | ανάκρουσμα | ανακρούσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάκρουσμα < ανακρούω
Μεταφράσεις
ανάκρουσμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.