cas
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
cas
<
→
λείπει η ετυμολογία
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ka
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
cas
cas
cas
(fr)
αρσενικό
η
περίπτωση
το
κρούσμα
(
γραμματική
)
η
πτώση
Εκφράσεις
en tout cas
-
πάντως
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.