cas

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cas < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ka/
 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
cas cas

cas (fr) αρσενικό

  1. η περίπτωση
  2. το κρούσμα
  3. (γραμματική) η πτώση

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.