critical
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | critical |
| συγκριτικός | more critical |
| υπερθετικός | most critical |
Επίθετο
critical (en)
- κριτικός, επικριτικός, λέω αυτό που πιστεύω ότι είναι κακό για κάποιον ή κάτι
- ↪ He had an intensely critical attitude towards me.
- Πήρε έντονα κριτική στάση απέναντί μου.
- ↪ critical comments - επικριτικά σχόλια
- ↪ Don’t be so critical.
- Μην είσαι τόσο επικριτικός.
- ↪ He had an intensely critical attitude towards me.
- κρίσιμος, σημαντικός
- κρίσιμος, σοβαρός, αβέβαιος και πιθανώς επικίνδυνος
- ↪ The victim was in very critical condition.
- Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.
- ↪ The victim was in very critical condition.
- κριτικός, κάνω δίκαιες, προσεκτικές κρίσεις για τις καλές και κακές ιδιότητες κάποιου ή κάτι
- ↪ critical thinking - κριτική σκέψη
- ↪ a critical mind - κριτικό νου
- ↪ critical opinions on art - κριτικές απόψεις για την τέχνη
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.