κριμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κριμένος η κριμένη το κριμένο
      γενική του κριμένου της κριμένης του κριμένου
    αιτιατική τον κριμένο την κριμένη το κριμένο
     κλητική κριμένε κριμένη κριμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κριμένοι οι κριμένες τα κριμένα
      γενική των κριμένων των κριμένων των κριμένων
    αιτιατική τους κριμένους τις κριμένες τα κριμένα
     κλητική κριμένοι κριμένες κριμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κριμένος
ομόηχο: κρυμμένος

Μετοχή

κριμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.