κρίνομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κρίνομαι
,
παθητική φωνή
του ρήματος
κρίνω
Ρήμα
κρίνομαι
με κρίνουν, με
κατατάσσουν
, με
αξιολογούν
Συγγενικά
κρίνω
κρίση
Σύνθετα
κατακρίνομαι
επικρίνομαι
συγκρίνομαι
διακρίνομαι
Μεταφράσεις
κρίνομαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.