κρεολός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρεολός < (λόγιο δάνειο) γαλλική créole (γεννημένος στις Αντίλλες ή στην Καραϊβική) < ισπανική criollo < πορτογαλική crioulo < criar (ανατρέφω) < λατινική creō[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾe.oˈlos/
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρεολός | η | κρεολή | το | κρεολό |
| γενική | του | κρεολού | της | κρεολής | του | κρεολού |
| αιτιατική | τον | κρεολό | την | κρεολή | το | κρεολό |
| κλητική | κρεολέ | κρεολή | κρεολό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρεολοί | οι | κρεολές | τα | κρεολά |
| γενική | των | κρεολών | των | κρεολών | των | κρεολών |
| αιτιατική | τους | κρεολούς | τις | κρεολές | τα | κρεολά |
| κλητική | κρεολοί | κρεολές | κρεολά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
κρεολός
- που σχετίζεται με κρεολό
- γλωσσολογία → δείτε κρεολή γλώσσα
Συνώνυμα
- κρεολικός
- κρεολέζικος
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρεολός | οι | κρεολοί |
| γενική | του | κρεολού | των | κρεολών |
| αιτιατική | τον | κρεολό | τους | κρεολούς |
| κλητική | κρεολέ | κρεολοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
κρεολός αρσενικό (θηλυκό κρεολή)
- λευκός που γεννήθηκε από Ευρωπαίους γονείς σε τροπικά κράτη, συνήθως στις Αντίλες ή στην Πολυνησία
- μιγάς, μιγάδας των παραπάνω περιοχών
- που ανήκει στον πολιτισμό των λαών της Καραϊβικής
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.