κρεολή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρεολή → δείτε τη λέξη κρεολός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾe.oˈli/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κρεολή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κρεολός
- γλωσσολογία → δείτε κρεολή γλώσσα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κρεολός
κρεολή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.