κρεολή γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρεολή γλώσσα <  δείτε τις λέξεις κρεολός και γλώσσα

Πολυλεκτικός όρος

κρεολή γλώσσα

  • (γλωσσολογία) μιγάδα γλώσσα, μητρική μίας κοινότητας, που είναι εξέλιξη μιας πίτζιν γλώσσας που ήταν μια αρχική ανάμειξη δύο γλωσσών

  • γλώσσα πίτζιν, παρεφθαρμένη γλώσσα
  • παραδείγματα κρεολών γλωσσών: αϊτινά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.