Αντίλλες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Αντίλλες
      γενική των Αντιλλών
    αιτιατική τις Αντίλλες
     κλητική Αντίλλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αντίλλες < αγγλική Antilles[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.les/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αντίλλες

Κύριο όνομα

Αντίλλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.