κούφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κούφος η κούφη το κούφο
      γενική του κούφου της κούφης του κούφου
    αιτιατική τον κούφο την κούφη το κούφο
     κλητική κούφε κούφη κούφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κούφοι οι κούφες τα κούφα
      γενική των κούφων των κούφων των κούφων
    αιτιατική τους κούφους τις κούφες τα κούφα
     κλητική κούφοι κούφες κούφα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κούφος < αρχαία ελληνική κοῦφος

Επίθετο

κούφος, -η, -ο

  • (αρχαιοπρεπές) ανόητος, ελαφρός, χωρίς σοβαρότητα, επιπόλαιος
    Ένας άξιος μαραγκός που κατέχει καλά τη δουλειά του και πιστεύει σ’ αυτήν είναι πολύ πιο ολοκληρωμένος και αξιοσέβαστος άνθρωπος από έναν κούφο πρύτανη ή έναν κακό πρωθυπουργό. (Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί και θέσεις, τ. Β’, 1950-1966, εκδ. Εστία)

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.