κουφόβραση
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κουφόβραση < κουφοβρά(ζω) + -ση < κουφο- + βράζω [1], μορφολογικά αναλύεται κουφό- + βράση
Ουσιαστικό
κουφόβραση θηλυκό
- ζεστός και υγρός καιρός με άπνοια, που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα
- ↪ Το μεσημέρι, παρά την κουφόβραση που επικρατούσε, εκατοντάδες άνθρωποι με παραδοσιακές στολές ξεκίνησαν από την πύλη της πόλης για την παρέλαση.
Συνώνυμα
Συγγενικά
- κουφοβράζω
- → δείτε τις λέξεις κουφός και βράζω
Μεταφράσεις
- κουφόβραση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.