κουφόμυαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουφόμυαλος η κουφόμυαλη το κουφόμυαλο
      γενική του κουφόμυαλου της κουφόμυαλης του κουφόμυαλου
    αιτιατική τον κουφόμυαλο την κουφόμυαλη το κουφόμυαλο
     κλητική κουφόμυαλε κουφόμυαλη κουφόμυαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουφόμυαλοι οι κουφόμυαλες τα κουφόμυαλα
      γενική των κουφόμυαλων των κουφόμυαλων των κουφόμυαλων
    αιτιατική τους κουφόμυαλους τις κουφόμυαλες τα κουφόμυαλα
     κλητική κουφόμυαλοι κουφόμυαλες κουφόμυαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουφόμυαλος < κουφό- + μυαλό + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈfo.mɲa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουφόμυαλος

Επίθετο

κουφόμυαλος, -η, -ο

Συγγενικά

  • κουφομυαλιά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.