κουτσόβλαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουτσόβλαχος οι κουτσόβλαχοι
      γενική του κουτσόβλαχου των κουτσόβλαχων
    αιτιατική τον κουτσόβλαχο τους κουτσόβλαχους
     κλητική κουτσόβλαχε κουτσόβλαχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουτσόβλαχος < κουτσό-[1] + βλάχος ((μεταφραστικό δάνειο) τουρκική küçük Eflak)

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈtso.vla.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουτσόβλαχος

Ουσιαστικό

κουτσόβλαχος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. «Ίσως το Κουτσό- από το τουρκικό Küçük Eflâklilar = Μικροί Βλάχοι αναφέρεται στους Βλάχους του βόρειου ελληνικού χώρου πιθανότατα σε αντιδιαστολή με τους κατοίκους της Μεγάλης Βλαχίας, δηλαδή της Ρουμανίας.» Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, εκδ. Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, Θεσσαλονίκη 2010, τ. 1, ISBN 978-960-92762-1-4, σελ. 117.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.