κουτσοβλαχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτσοβλαχικός η κουτσοβλαχική το κουτσοβλαχικό
      γενική του κουτσοβλαχικού της κουτσοβλαχικής του κουτσοβλαχικού
    αιτιατική τον κουτσοβλαχικό την κουτσοβλαχική το κουτσοβλαχικό
     κλητική κουτσοβλαχικέ κουτσοβλαχική κουτσοβλαχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτσοβλαχικοί οι κουτσοβλαχικές τα κουτσοβλαχικά
      γενική των κουτσοβλαχικών των κουτσοβλαχικών των κουτσοβλαχικών
    αιτιατική τους κουτσοβλαχικούς τις κουτσοβλαχικές τα κουτσοβλαχικά
     κλητική κουτσοβλαχικοί κουτσοβλαχικές κουτσοβλαχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουτσοβλαχικός < κουτσόβλαχος + -ικός

Επίθετο

κουτσοβλαχικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.