μπουρτζόβλαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουρτζόβλαχος οι μπουρτζόβλαχοι
      γενική του μπουρτζόβλαχου των μπουρτζόβλαχων
    αιτιατική τον μπουρτζόβλαχο τους μπουρτζόβλαχους
     κλητική μπουρτζόβλαχε μπουρτζόβλαχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουρτζόβλαχος < μπούρτζ(ι) < τουρκική burç[1][2] ή σλαβικής προέλευσης бр̏до (bȑdo, λόφος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (< πρωτοσλαβική *bьrdo) + -ό- + βλάχος

Προφορά

ΔΦΑ : /buɾˈd͡zo.vla.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουρτζόβλαχος

Ουσιαστικό

μπουρτζόβλαχος αρσενικό

  1. (σκωπτικό, λαϊκότροπο) μετωνυμία των βλάχων / βλαχοποιμένων
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) αγροίκος, άξεστος
    μα τι μπουρτζόβλαχος είναι αυτός!

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μπουρτζόβλαχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.