κούτσικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κούτσικος | η | κούτσικη | το | κούτσικο |
| γενική | του | κούτσικου | της | κούτσικης | του | κούτσικου |
| αιτιατική | τον | κούτσικο | την | κούτσικη | το | κούτσικο |
| κλητική | κούτσικε | κούτσικη | κούτσικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κούτσικοι | οι | κούτσικες | τα | κούτσικα |
| γενική | των | κούτσικων | των | κούτσικων | των | κούτσικων |
| αιτιατική | τους | κούτσικους | τις | κούτσικες | τα | κούτσικα |
| κλητική | κούτσικοι | κούτσικες | κούτσικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κούτσικος
|
|
Πηγές
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.