κουτσοβλάχικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κουτσοβλάχικα | ||
| γενική | των | κουτσοβλάχικων | ||
| αιτιατική | τα | κουτσοβλάχικα | ||
| κλητική | κουτσοβλάχικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουτσοβλάχικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουτσοβλάχικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
κουτσοβλάχικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η γλώσσα ή η διάλεκτος των κουτσόβλαχων
- αρβανιτοβλάχικα (για τους Ρεμένους)
- αρβαντοβλάχικα (ιδιωματικό)
- βλαχομογλενίτικα
Μεταφράσεις
- → δείτε τη λέξη βλάχικα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.