μπαστουνόβλαχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπαστουνόβλαχος | οι | μπαστουνόβλαχοι |
| γενική | του | μπαστουνόβλαχου | των | μπαστουνόβλαχων |
| αιτιατική | τον | μπαστουνόβλαχο | τους | μπαστουνόβλαχους |
| κλητική | μπαστουνόβλαχε | μπαστουνόβλαχοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- κουτσόβλαχος (Αρμάνος)
- αρβανιτόβλαχος (Ρεμένος)
- αρβαντόβλαχος (ιδιωματικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.